Τζιμ, 17

Leave a comment
Uncategorized

Σικάγο, Ιλινόις

Προέρχομαι από μια μικτή οικογένεια: ο πατέρας μου είναι εξτρεμιστής – σύμβολα κοινωνικής θέσης, τελειομανία, κλπ. – ενώ η μητέρα μου είναι συντηρητική και είναι επίσης τελειομανής. Αυτός ο συνδυασμός ιδανικών προκάλεσε κόλαση όταν αποφάσισα να φανερωθώ.

Ήταν Ιούλιος και μόλις είχα γίνει δεκαεφτά. Είχα αρχίσει να οδηγώ το αυτοκίνητό μου, το οποίο είχα αγοράσει με τα χρήματά μου. Γνώριζα ήδη τα σεξουαλικά αισθήματά μου και τα είχα αποδεχτεί. Έτσι άρχισα να χρησιμοποιώ το αυτοκίνητό μου και πλαστές ταυτότητες για να εξερευνήσω «τον κόσμο μου.» Είχα πάει σε μια ομάδα νέων, αλλά αυτή που πήγα ήταν γεμάτη από εκπορνευόμενους και αδερφάρες. Έτσι άρχισα να πηγαίνω στα μπαρ, σε πορνοσινεμάδες για γκέι, κλπ. Πολλές φορές πραγματικά έπρεπε να γκαζώσω για το σπίτι για να μην υπερβώ το χρονικό όριο των μεσάνυχτων. Οι γονείς μου υπέθεσαν ότι έβλεπα κάποιον (κορίτσι), έτσι, στην αρχή, ποτέ δεν με ρωτούσαν για τις εξόδους μου. Μα έπειτα κινήθηκε η περιέργειά τους και συνέχιζαν να με ενοχλούν για να τους πω γιατί και πού πήγαινα. Αυτό συνεχιζόταν διαρκώς, ακόμα και στις διακοπές μας. Μου είπαν να τους τα πω και όλα θα ήταν μια χαρά.

Λοιπόν, με ενοχλεί να κρατώ κάτι κρυφό, κι έτσι την επομένη της ημέρας που γυρίσαμε από τις διακοπές μας, είχα μια συζήτηση με τη μαμά μου.

«Μαμά, πάντοτε κρύβω κάτι όταν πρόκειται να προστατεύσω εσένα και τον μπαμπά. Αυτό που εννοώ είναι ότι, όλες τις φορές που βγαίνω, έχω ραντεβού με αγόρια, γιατί είμαι γκέι!!»

«Δεν μπορεί να είσαι γκέι… δεν ξέρεις καν τι σημαίνει. Κάνεις στ’ αλήθεια σεξ με αυτούς τους ανθρώπους;»

Δεν περίμενε καν την απάντησή μου. Έτρεξε στο τηλέφωνο και κάλεσε τον παπά της ενορίας μας. Δεν έλαβε καμία στήριξη· της είπε ότι οι γκέι όντως υπάρχουν και, στην πραγματικότητα, αποτελούν μέρος της ζωής. Αυτό, η μαμά μου δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Έτσι κάλεσε τις Καθολικές Αγαθοεργίες και έκλεισε ραντεβού για μια συμβουλευτική σύνοδο – για εμένα, όχι για εκείνη.

Είχα φανερωθεί μια Δευτέρα και το ραντεβού ήταν για μια Τετάρτη. Την Τρίτη, υπέστη βασανιστήρια στο δείπνο με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου με αποκάλεσε με όλες τις βρισιές που υπάρχουν στο λεξικό ενώ η μαμά μου στεκόταν από πάνω μου και προσευχόταν, ψέλνοντας αποσπάσματα από τη Βίβλο. Η Τετάρτη έφτασε και με συνόδεψαν στις Καθολικές Αγαθοεργίες. Στην αρχή είχα μια ιδιωτική συνεδρία και ρωτήθηκα γιατί βρισκόμουν εκεί και τι ήθελα να πετύχω. Είπα ότι ήθελα να κάνω τους γονείς μου να με καταλάβουν. Εκείνοι θέλησαν να μπω σε ψυχιατρική θεραπεία για να «αποπρογραμματιστώ.» Αλλά, για δική τους ντροπή, οι Καθολικές Αγαθοεργίες ενδιαφέρονταν μόνο πόσα μπορούσε να «δωρίσει» ο μπαμπάς μου για κάθε συνεδρία. Φυσικά, αυτό θα υπολογιζόταν από το πόσα λεφτά έβγαζαν κάθε χρόνο οι γονείς μου.

Το βράδυ της Τετάρτης έφτασε και βρισκόμουν στη δουλειά όταν μου ήρθε μήνυμα – η μαμά μου με περίμενε γιατί υπήρχε επείγον οικογενειακό περιστατικό. Πετάχτηκα έξω και πήγα στο αυτοκίνητο που περίμενε.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησα.

«Απλά μπες με στο καταραμένο το αυτοκίνητο!»

Μπήκα στο αμάξι και με παρενοχλούσαν σ’ όλο το δρόμο προς τον προορισμό μας. Ο προορισμός; Το γραφείο του διευθυντή του ιδιωτικού Καθολικού λυκείου αρρένων μου. Είναι ορκισμένος Αδελφός, που είναι κάτι σαν παπάς.

Πρώτα, είχα μια συνεδρία μαζί του. Είπε, «Πες μου τα πάντα. Αυτό είναι σαν εξομολόγηση. Δεν θα τα πω στους γονείς σου. Έχεις το λόγο μου.» Του ξέρασα την ιστορία μου. Του είπα τα πάντα – μπαρ, βρόμικα βιβλιοπωλεία, προηγούμενους εραστές, κλπ. Του είπα ακόμα και για τον 32χρονο εραστή που είχα εκείνη την περίοδο. Έδειξε να τον ενδιαφέρει, έτσι όταν με ρώτησε για γκέι καθηγητές, δεν δίστασα.

Μετά, είχε μια συνεδρία με τους γονείς μου. Μετά μου είπαν να ξαναπάω την Πέμπτη. Πήγα την Πέμπτη, γιατί νόμιζα ότι είχα έναν φίλο, αλλά σύντομα διαπίστωσα το αντίθετο. Μου είπε πόσο λανθασμένος ήταν ο τρόπος ζωής μου, και πώς επρόκειτο να αποπρογραμματιστώ με τη βοήθεια ενός τρελογιατρού που είχαν διαλέξει οι γονείς μου κι αυτός.

Λοιπόν, αυτό ήταν πάρα πολύ για να το αντέξω, έτσι ρώτησα τον εραστή μου αν μπορούσα να μείνω σπίτι του για τέσσερις μέρες ώστε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Εκείνο το βράδυ, πακετάρισα, κανόνισα να πάρω άδεια από τη δουλειά και έγραψα ένα γράμμα εξηγώντας τα αισθήματά μου στους γονείς μου και πόσο πολύ χρειαζόμασταν ένα διάλειμμα για να ξεκαθαριστούν τα πράγματα.

Η Πέμπτη έφτασε και είπα στη μαμά ότι πήγαινα για ψώνια. Έβαλα το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο καθώς έφευγα. Έπειτα από πρόταση του εραστή μου, τηλεφώνησα στον διευθυντή μου για να του πω ότι όλα ήταν εντάξει. Επίσης, σύμφωνα με πρόταση του εραστή μου, τηλεφώνησα τη μαμά μου για την αφήσω να ακούσει τη φωνή μου και να της κάνω γνωστό ότι όλα είναι εντάξει. Είπα στη μαμά μου ότι θα της τηλεφωνούσα κάθε μέρα και ότι θα επέστρεφα.

Την Κυριακή, όταν μίλησα στους γονείς μου, μου είπαν ότι ήθελαν να συναντηθούμε τα μεσάνυχτα σε ένα σκοτεινό πάρκιν, μόνοι μας. Ε, δεν πήγα, γιατί υποψιάστηκα κάτι.

Την τέταρτη μέρα της περιόδου περισυλλογής μου, και όταν τηλεφώνησα, οι γονείς μου ήθελαν να τους συναντήσω στο γραφείο του διευθυντή. Έτσι συμφώνησα και πήγα. Όταν έφτασα εκεί, μου είπαν ότι φανελάκια με λαιμόκοψη V, χρυσές αλυσίδες στο λαιμό και σορτσάκια Αντίντας τα φοράνε μόνο οι γκέι. Έπειτα μου επιδόθηκαν οι όροι της επιστροφής μου:

1. Να εγκαταλείψω τον τρόπο ζωής μου.

2. Να μου αρέσουν τα κορίτσια.

3. Να ξεχάσω όλους τους φίλους μου από το παρελθόν.

Συλλογίστηκα αυτούς τους όρους για μια μέρα και μετά τηλεφώνησα και τους είπα ότι θα μετακόμιζα στου εραστή μου. Δυο μέρες μετά, σταμάτησα πριν από τη δουλειά και πακετάρισα. Είπα ότι θα επέστρεφα για να μαζέψω τα πράγματά μου εκείνο το σαββατοκύριακο. Μπλόφαρα, γιατί ακόμα έλπιζα ότι όλα θα διορθώνονταν.

Αποφάσισα να τους δώσω ακόμη μια ευκαιρία και είπα ότι θα έμενα στο σπίτι για ένα βράδυ. Δεν τους είπα ότι τους δοκίμαζα. Όταν έφτασα μετά τη δουλειά, ο μπαμπάς με συνόδευσε στο γκαράζ, όπου και παρενοχλήθηκα.

«Γαμημένη αδερφάρα, καταραμένε πούστη… Γυναικούλα… Κάνεις στ’ αλήθεια σεξ με τον εραστή σου;;»

«Νομίζω ότι δεν είναι δουλειά σου.»

Αρπάζοντας το λαιμό μου, ο μπαμπάς φώναξε, «Είναι η γαμημένη δουλειά μου.»

Τότε εξήγησα ότι όλα αυτά ήταν μια δοκιμασία και, εφόσον δεν πήγε καλά, θα φόρτωνα το αμάξι μου και θα έφευγα. Μου είπαν εντάξει υπό έναν όρο: να βάλω το αυτοκίνητό μου στο γκαράζ, να κλείσω την πόρτα, να το φορτώσω, να ανοίξω την πόρτα και να φύγω. Αυτά για να μη δουν οι γείτονες. (Άφησα το ενυδρείο μου, το ποδήλατό μου, το πτηνό μου και μια καρέκλα, γιατί δεν θα χωρούσαν στο αμάξι μου.)

Όταν έφτασα στο διαμέρισμα του εραστή μου, αποθηκεύσαμε τα πάντα στου μπαμπά του, καθώς θα μετακομίζαμε σε μερικές μέρες. Ακόμα τηλεφωνούσα κάθε μέρα στη μαμά μου για να της λέω πώς είμαι. Την επομένη της μετακόμισης, κάλεσα τον διευθυντή μου και ανακάλυψα ότι είχε ιχνηλατήσει το τηλεφωνικό μου νούμερο και είχε φέρει τον μπαμπά και τον αδερφό μου στο παλιό διαμέρισμα για να προσπαθήσουν να με βρουν και να με πιάσουν. Αλλά επειδή είχαμε μετακομίσει, έφτασαν σε αδιέξοδο.

Όλα κατά κάποιο τρόπο καταλάγιασαν, κι έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στο σχολείο. Προς απογοήτευσή μου, ανακάλυψα ότι οι γονείς μου κρατούσαν τις σχολικές εγγραφές μου, για να με γαμήσουν. Θα έπρεπε να περιμένω έναν ακόμα χρόνο, μέχρι να γίνω δεκαοχτώ, πριν αποδεσμευτούν. Αυτό το αποδέχτηκα, και αποφάσισα να εργαστώ με πλήρες ωράριο. Ενημέρωσα δυο βδομάδες πριν την παλιά μου δουλειά, αλλά είχα μια έκπληξη πριν λήξει η περίοδος των δύο εβδομάδων. Έφευγα από τη δουλειά και οι γονείς μου με σταμάτησαν καθώς ήμουν στο δρόμο για το αυτοκίνητό μου. «Θέλουμε να μιλήσουμε,» είπαν. Σκέφτηκα ότι όλα θα τακτοποιούνταν τελικά, κι έτσι μπήκα στο αμάξι.

«Δεν μπορούμε να σε κάνουμε κουμάντο πια, γι’ αυτό θα περιοριστείς. Όσο για τον εραστή σου – βρίσκεται στη φυλακή για συνεργεία σε παρανομία ανηλίκου.» (Αυτό δεν ήταν αλήθεια – ακόμα.)

Οδηγήθηκα στο Νοσοκομείο της Κοινότητας του Χριστού, όπου με συνάντησε η αστυνομία ώστε να μην το σκάσω. Είπαν στον υπάλληλο της ρεσεψιόν ότι είχα τάσεις αυτοκτονίας και ότι ήμουν ναρκομανής. Δεν υπήρχε χώρος στο νοσοκομείο κι έτσι μεταφέρθηκα στο Ίδρυμα Φόρεστ Παρκ. Και μαντέψτε ποιος εμφανίστηκε στο ασθενοφόρο;; Ο καλός μου ο διευθυντής, ο οποίος μέχρι τότε είχε μεταφέρει στους γονείς μου όλα όσα του είχα πει.

Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, μου πήραν τα πάντα εκτός από τα ρούχα – για να μην μπορώ να αυτοκτονήσω. Έπειτα με γδύσανε για σωματική έρευνα και με ανέκριναν μέχρι τις πέντε το πρωί. Με άφησαν να κοιμηθώ μέχρι τις εφτά και τότε με ξύπνησαν για αιματολογικό έλεγχο και για μια κανονική ημέρα με τους ασθενείς.

Απέκτησα ένα βιβλιαράκι σαν διαβατήριο όπου καταμετρούνταν τρύπες κάθε φορά που έκανα κάτι χωρίς φασαρίες. Μπορούσες να τα εξαργυρώσεις με τσιγάρα ή γλυκά ή μπορούσες να αποκτήσεις επίπεδα κατάταξης με αυτά. Όταν που παραχωρήθηκαν τηλεφωνικά προνόμια, τηλεφώνησα σε ένα φίλο του εραστή μου για να του γνωστοποιήσω πού βρισκόμουν. Μια συνηθισμένη μέρα περιελάμβανε ομαδικές συνεδρίες όπου χτυπούσαμε μαξιλάρια με ρακέτες του τένις για να μας φύγει το άγχος. Επίσης ζωγραφίζαμε το περίγραμμα των κορμιών μας και σχεδιάζαμε το εσωτερικό τους, παίζαμε Uno, κλπ.

Κατά τη διάρκεια μιας από τις ημέρες αυτές, μου δόθηκαν κάποια εκπαιδευτικά τεστ: το πρώτο ήταν κτίσιμο με τουβλάκια· το δεύτερο ήταν ερμηνεία εικόνας. (Τι σου θυμίζει αυτός ο λεκές από μελάνι;) Το τρίτο τεστ ήταν κατανόηση κειμένου και το τέταρτο ένας μαθηματικός γρίφος.

Τη δεύτερη ημέρα της δεκαήμερης παραμονής μου, με έστειλαν για σωματικές εξετάσεις, όπου ο γιατρός με γάμησε με το δάκτυλό του. Την τρίτη ημέρα, μίλησα με έναν δικηγόρο που είχε βρει ο εραστής μου για μένα. Τότε υπέγραψα κάτι που λέγεται «πενταήμερο», το οποίο ήταν ο γρηγορότερος τρόπος για μένα να βγω έξω. Ο γιατρός είχε πέντε ημέρες για να αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου ότι ήμουν παράφρων. Εάν δεν το κατόρθωνε, θα ελευθερωνόμουν.

Συνέβη οι γονείς μου να έρθουν για επίσκεψη την ημέρα που ήρθε να μου μιλήσει ο δικηγόρος μου. Άρχισαν να με παρενοχλούν, και το ίδιο έκαναν και στον δικηγόρο μου.

«Είναι κι αυτός ένας γαμημένος πούστης;» με ρωτούσαν. Στο δικηγόρο μου είπαν, «Δεν θα έπρεπε να τον εκπροσωπείς· δεν έχει χρήματα.»

Ο δικηγόρος μου εξήγησε ότι τα χρήματα δεν τον αφορούσαν, στο οποίο σημείο ο πατέρας μου είπε, «Α, τότε είναι η γαμημένη πουτάνα σου.»

Ο δικηγόρος μου προσπάθησε να τους φέρει στα συγκαλά τους, αλλά εκείνοι βγήκαν φουριόζοι έξω λέγοντας, «Θα σε δούμε στο δικαστήριο.»

Υπέμεινα εκείνες τις επόμενες μέρες περιμένοντας την απόφαση του γιατρού. Τότε, ακριβώς όταν ήταν να εμφανιστώ στο δικαστήριο, ο γιατρός παραιτήθηκε της υποθέσεώς μου. Τώρα που να πάω; Οι γονείς μου δεν με ήθελαν. Δεν με ήθελαν με τον εραστή μου και δεν με ήθελαν με τους συγγενείς μου. Τελικά μου δόθηκε μια προσωρινή κατοικία για τρεις εβδομάδες με την τέλεια οικογένεια: Καθολικοί, σπίτι στα προάστια, στέισον βάγκον, δύο παιδιά, κλπ. Για να μπορέσω να βγω, οι γονείς μου έπρεπε να υπογράψουν το εξιτήριο. Με άφησαν να κάθομαι όλο το σαββατοκύριακο της Ημέρας Εργασίας πριν να έρθουν να το κάνουν. Τότε απολύθηκα στη νέα μου οικογένεια – έπειτα από δέκα μέρες περιορισμού.

Η οικογένεια ήταν πραγματικά ευγενική απέναντί μου, αλλά μετά από μια βδομάδα αποφάσισα ότι δεν μου άρεσε η ιδέα να με σπρώχνουν από σπίτι σε σπίτι. Πήγα στη μαμά μου και της είπα ότι μετακόμιζα ξανά στου εραστή μου. (Μάζεψα το πτηνό μου και το ενυδρείο. Είχαν αλλάξει τις κλειδαριές στο σπίτι και η μαμά μου περίμενε μέχρι να φύγω πριν πάει σε ένα προγραμματισμένο ραντεβού.)

Μετακόμισα στου εραστή μου και έπιασα δουλειά πλήρους απασχόλησης. Τα έγγραφά μου ήταν ακόμα δεσμευμένα, κι έτσι σχεδίαζα να τελειώσω το λύκειο όταν θα γινόμουν δεκαοχτώ. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν δύο ακόμα πιστώσεις.

Είχα ένα δεκαεφτάχρονο φίλο που ήξερε τη μαμά μου. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, εισήλθε στο νοσοκομείο με αιμορραγούντα έλκη. Η μαμά τηλεφώνησε στη μητέρα του και της είπε για εμένα, λέγοντας ότι η ομοφυλοφιλία μου ήταν η αιτία της ασθένειάς του. Ο φίλος μου με απέρριπτε για κάποιο διάστημα, αλλά μετά τα όλα φτιάξανε.

Έδωσα στη μαμά μου το τηλεφωνικό μου νούμερο και την ταχυδρομική θυρίδα μου. Τότε άρχισα να λαμβάνω κάρτες για τη θεία λειτουργία και θρησκευτικά άρθρα. Τα πέταξα, όπως είχα πετάξει το αντίγραφο των Δέκα Εντολών που είχα βρει ανάμεσα στα ρούχα μου με το «Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου» και το «Ου διαπράξεις μοιχεία» υπογραμμισμένα. Ένα παράδειγμα από αυτά που έλαβα ήταν ένα φυλλάδιο από ένα οίκο φιλοξενίας ανθρώπων που είχαν ατυχίες στο Ουινσκόνσιν. Η μαμά μου είχε προσθέσει στο φυλλάδιο, «Τζιμ, αν ντρέπεσαι τόσο πολύ να έρθεις σπίτι, πήγαινε στην Ευλογημένη Μητέρα.»

Υπήρχαν ιδιωτικοί ντετέκτιβ που με ακολουθούσαν. Ένας μάλιστα ήρθε και με πλησίασε και μου είπε ότι θα έπρεπε να ακούω τους γονείς μου. Οι άλλοι με ακολουθούσαν σιωπηλά, ή μου έκαναν παιχνίδι και γελούσαν υστερικά όταν κέρδιζαν την προσοχή μου. Αλλά ήμουν τόσο καταβεβλημένος συναισθηματικά που δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι γονείς μου θα με ξαναενοχλούσαν και δεν τους έδινα σημασία.

Τότε την Παρασκευή, στις 13 του Οκτώβρη, ιδιωτικοί ντετέκτιβ έπιασαν τον εραστή μου και ήρθαν στο διαμέρισμα, όπου βρισκόμουν, και τα έκαναν φύλλο και φτερό. Οι γονείς μου τους είχαν πει ότι είχαμε επιχείρηση με ναρκωτικά και πορνό. Το μόνο που βρήκαν ήταν το φάρμακο για το άσθμα μου και φύλλα δάφνης. Ο εραστής μου κι εγώ οδηγηθήκαμε κάτω στο τμήμα. Ανακρίθηκα μόνος μου και κατόπιν ενώπιον του εραστή μου. Τελικά, παραδόθηκα στους γονείς μου και ασκήθηκε δίωξη εναντίον του εραστή μου. Θα έμενα με τους γονείς μου για δύο εβδομάδες, μέχρι την ημερομηνία της δίκης. Εγκατέλειψα το τμήμα με τους γονείς μου, αλλά όταν μπήκα στο αμάξι με κράτησαν χαμηλά και έφαγα τόσο ξύλο που το πρόσωπό μου ήταν μια λίμνη αίματος. Δεν μπορούσα να βγω από το αυτοκίνητο, κι έτσι έπρεπε να το υπομείνω όλο αυτό μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μου. (Μου είπαν στο αυτοκίνητο ότι όφειλα να παραιτηθώ των υπαρχόντων μου και ότι τη Δευτέρα θα μου έκαναν εισαγωγή σε ένα άλλο ψυχιατρικό ίδρυμα.) Μόλις βγήκαμε από το αυτοκίνητο, το έσκασα για το αστυνομικό τμήμα – ακόμα αιμόφυρτος. Κατέθεσα αγωγή για ξυλοδαρμό ενάντια στον πατέρα μου αλλά ανακάλυψα ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί γιατί με έδειρε στο Σικάγο και τώρα βρισκόμασταν στο Όουκ Φόρεστ.

Η αστυνομία τηλεφώνησε τους γονείς μου, βεβαιώνοντάς με ότι τίποτε άλλο δεν θα μου συνέβαινε. Όταν έφτασαν οι γονείς μου, όλα πήγαν μια χαρά μέχρι που ζήτησα να τηλεφωνήσω στον δικηγόρο μου. Ο μπαμπάς μου έγινε έξαλλος. Η αστυνομία είδε τι τραβούσα και δεν δεχόταν να με παραδώσει στους γονείς μου. Έτσι ο δικηγόρος μου έκανε όλη τη διαδρομή στις δύο το πρωί για να με πάρει. Ορίστηκε ως κηδεμόνας μου μέχρι την ημερομηνία της δίκης. Έπρεπε να μείνω με έναν φίλο, γιατί απαγορευόταν να πάω στο διαμέρισμά μου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι γονείς μου πέρασαν από δύο δικηγόρους και παρενόχλησαν την αστυνομία τόσο πολύ που εκείνοι προσφέρθηκαν να είναι μάρτυρες υπέρ μου.

Η πρώτη δικάσιμος έφτασε και η υπόθεση συνεχίστηκε. Τη δεύτερη δικάσιμο, τέθηκα σε επιτήρηση. Αποφασίστηκε ότι μπορούσα να μείνω όπου και με όποιον ήθελα. Οι γονείς μου δεν εμφανίστηκαν ποτέ στις δικάσιμες μέρες του εραστή μου, κι έτσι οι κατηγορίες αποσύρθηκαν.

Άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τους υπόλοιπους συγγενείς μου, μόνο για να διαπιστώσω ότι οι γονείς μου τους είχαν πει τη δική τους εκδοχή των περιστατικών. Είχαν κάνει τόσο καλή δουλειά που οι περισσότεροι από τους συγγενείς μου δεν ήθελαν καν να μου μιλήσουν.

Το Φεβρουάριο, πήρα το ποδήλατο και την καρέκλα μου. Είχα μια συλλογή από ασημένια δολάρια αξίας άνω των χιλίων δολαρίων, αλλά οι γονείς μου την πούλησαν για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Η επιτήρησή μου τελείωσε, γιατί επέστρεψα ξανά στο σχολείο και είχα ακόμα την οχτάωρη δουλειά μου.

Να ’μαστε λοιπόν, ένα μήνα πριν τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου και όλα πήγαιναν ακόμα πρίμα. Είχα επισκεφτεί μια από τις θείες μου και τη γιαγιά μου για να τους δείξω ότι ήμουν ακόμα το ίδιο άτομο. Έτσι, ένα σαββατοκύριακο, αποφάσισα να κάνω έκπληξη στους παππούδες μου και πήγα για επίσκεψη, φέρνοντας και τον νέο εραστή μου μαζί. Έτυχε να έχουν έρθει επίσης και οι δύο μου θείες με τις οικογένειές τους. Οι πρώτες δύο μέρες πήγαν εξαιρετικά καλά, αλλά τότε ο θείος μου απείλησε ότι θα έφευγε αν οι παππούδες μου δεν ξεφορτώνονταν τις δύο αδελφές. Έτσι οι παππούδες μου είπαν ότι ήταν εντάξει να τους επισκέπτομαι μόνος μου, αλλά δεν επιθυμούσαν να συναντήσουν κανέναν από τους φίλους μου. Είχαν μιλήσει στον Καθολικό ιερέα, που τους είχε πει ότι ο «δαίμονας» εργάζεται μέσω των γκέι ατόμων.

Η γιαγιά μου είχε μια πολιτισμένη συζήτηση με τον εραστή μου πριν φύγουμε, κι έπειτα διέστρεψε την ιστορία όταν μίλησε με τη μαμά μου. Πριν το καταλάβω, έλαβα αυτό το γράμμα από τη μαμά μου:

Αγαπητέ Γιε,

Αισθάνομαι ότι πρέπει να σε προειδοποιήσω. Σε προγραμματίζουν για αυτοκτονία. Ο εραστής σου είπε στη γιαγιά ότι αν εμείς (η οικογένεια) δεν σε αποδεχτούμε, θα αφαιρούσες τη ζωή σου.

Τζιμ, αν είσαι ευτυχισμένος με τον εραστή σου, γιατί δεν ψάχνεις για αποδοχή; Θα σου πω γιατί. Γιατί εσύ κι εραστής σου δεν έχετε πραγματική αγάπη. Έχετε εγωιστική αγάπη και οίκτο ο ένας για τον άλλο. Δεν πρόκειται ποτέ να είσαι ευτυχισμένος όντας ομοφυλόφιλος και το έχεις αποδείξει. Ζεις σαν ζώο· πηγαίνοντας από τον ένα στον άλλο. Τι συνέβη στους ———, ———, και ποιος ξέρει σε πόσους άλλους;

Ήθελες ανεξαρτησία. Τι συνέβη; Έχεις την ελευθερία σου και ακόμα επιστρέφεις στην οικογένεια.

Ο Θεός να σε βοηθήσει γιατί δεν μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Αυτοί ελέγχουν τη ζωή σου.

Με αγάπη, Μαμά

Είμαι ευγνώμων που έχω ένα άτομο που δείχνει τόση φροντίδα όσο ο εραστής μου. Μου δίνει το κουράγιο να αντιμετωπίσω πράγματα όπως αυτό το γράμμα. Συνήθιζα να το αφήνω να με ενοχλεί, αλλά κοίταξα όλα όσα έχω και συνειδητοποίησα πόσο τυχερός είμαι. Είμαι περήφανος για τα επιτεύγματά μου και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία για μένα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *