Ντέιβιντ Τζόνσον, 17

Leave a comment
Uncategorized

Δυτική Βιρτζίνια

Οταν ήμουν δεκαπέντε, ο αδερφός μου ο Τρόι εγκατέλειψε το σπίτι και κληρονόμησα όλα τα θελήματά του έχοντας κι από πάνω και τα δικά μου. Δεν με ένοιαζε στην πραγματικότητα, γιατί το χαρτζιλίκι μου ανέβηκε από τα πέντε στα δέκα δολάρια την εβδομάδα. Οι Χριστουγεννιάτικες διακοπές μόλις είχαν τελειώσει, όπως θυμάμαι, κι επέστρεφα στο σχολείο. Η μητέρα είχε πει ότι μπορούσα να κουρέψω τα μαλλιά μου όπως ήθελα και αποφάσισα να τα κάνω άφρο, γιατί ήθελα να μοιάζω του Τρόι. (Ακόμα θυμάμαι τη στιγμή που πήγα στο σχολείο με τα μαλλιά μου φτιαγμένα και χωρίς τα γυαλιά και κανένας δεν ήξερε ποιος ήμουν). Τελικά είχα μαζέψει τα λεφτά και είπα στη μητέρα ότι ήθελα χτένισμα άφρο. Έκανε σαματά. Μου προκάλεσε έκπληξη ο τρόπος που αντέδρασε γιατί πραγματικά ποτέ δεν λογομαχούσα με τη μητέρα. Μα ξαφνικά όλα όσα είχα μαζέψει μέσα μου – όλες οι απογοητεύσεις και το μίσος μου – ξέσπασαν πάνω της. Δεν μπορούσε να το αντέξει, φαντάζομαι – το περίμενε από τον Τρόι ή την Κόρι… αλλά από μένα, ποτέ!

Γύρισα βαρυπερπατώντας στο δωμάτιό μου, και για τρεις ολόκληρες ώρες καθόμουν εκεί κλαίγοντας. Τότε, περίπου στις οχτώμισυ, μπήκε μέσα σοβαρή (σίγουρο σημάδι ότι είχε πιει) και μπορούσα δω ότι είχε κλάψει. Όπως και στο παρελθόν, σε σπάνιες περιπτώσεις, με ρώτησε αν ήθελα να δούμε μήπως μπορούσαμε να μιλήσουμε με τον πατέρα μου στο τηλέφωνο. Το προσπαθούσαμε επί δέκα χρόνια και ποτέ δεν είχαμε καταφέρει να τον πετύχουμε, αλλά αυτή η βραδιά ήταν διαφορετική. Βρήκαμε τη γιαγιά Ντέιβις στη γραμμή και εκείνη κάλεσε τον μπαμπά κι εκείνος κάλεσε εμάς. Η μητέρα τού μίλησε πρώτη και μετά του μίλησα εγώ.

Πριν το καταλάβω, είχε κανονιστεί για λογαριασμό μου να πετάξω στην Καλιφόρνια και να μείνω μαζί του. Αλλά πρώτα η μητέρα τον ανάγκασε να ξεράσει τη διεύθυνσή του και να στείλει ένα αεροπορικό εισιτήριο μετ’ επιστροφής. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι μόλις έφτανα εκεί δεν θα με έπαιρνε και θα εξαφανιζόταν.

Μια Τετάρτη βράδυ, βρέθηκα στο αεροδρόμιο της Τάμπα έτοιμος να επιβιβαστώ σε ένα αεροπλάνο για το Σαν Φρανσίσκο, περιμένοντας τη μητέρα να αποκαλύψει τη μπλόφα της. Αντί γι’ αυτό, αψήφησε τη δική μου. Να ’μαι, λοιπόν, επιβιβαζόμενος σε ένα αεροπλάνο για Σαν Φρανσίσκο απλά και μόνο για να μην ρίξω τα μούτρα μου. Η περηφάνια είναι φοβερό πράγμα.

Το αεροπορικό ταξίδι μού φάνηκε ότι κράτησε χρόνια αλλά ήταν μόνο μερικές ώρες. Συλλογίστηκα διάφορα πράγματα: ότι δεν θα έβλεπα τους φίλους μου για τουλάχιστον τρεις μήνες κι ότι δεν θα έβλεπα την προγιαγιά μου ή τη μαμά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Εγκατέλειπα όλα όσα εκείνη την στιγμή μου φαίνονταν το παν, απλά για να δω τον πατέρα μου εξ’ αίματος – έναν άντρα που το πρόσωπό του δεν θυμόμουν. Με έπιασε ο ύπνος μέσα στην αναστάτωση και την απορία τι θα μου συνέβαινε. Ξύπνησα όταν το αεροσκάφος προσγειώθηκε.

Σήκωσα ήσυχα τη βαλίτσα μου που ήταν γεμάτη από βιβλία κόμικς με τον Mr. Marvel, ενώ άκουγα την αεροσυνοδό από τα ηχεία να μας καλωσορίζει στο Σαν Φρανσίσκο. Κατέβηκα από το αεροπλάνο και σκέφτηκα ότι, μέσα από το πλήθος μπροστά μου, μπορούσα να δω τον άντρα που δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος παρά μόνο ο πατέρας μου. Η ομοιότητα μεταξύ μας ήταν φοβερή. Αρχίσανε να περπατάμε ο ένας προς το μέρος του άλλου και όταν συναντηθήκαμε φάνηκε σαν μια έκρηξη αγάπης. Δώσαμε τα χέρια και μου εξέφρασε πόσο χαρούμενος ήταν που με έβλεπε και πήρε τη βαλίτσα μου. Τότε με σύστησε σε μια άγνωστη γυναίκα, την Τζέρι, η οποία υποτίθεται ότι ήταν η μητριά μου. Πήγαμε και παραλάβαμε τις αποσκευές μου και κατευθυνθήκαμε στο αυτοκίνητο.

Μια μέρα, ο μπαμπάς, η Τζέρι κι εγώ ήμαστε καλεσμένοι στο σπίτι μιας φίλης του μπαμπά για δείπνο. Φαινόταν πολύ καλή κυρία, παρόλο που σκέφτηκα ότι ήταν πολύ ψηλή για γυναίκα – καθόλου όπως είχα συνηθίσει. Όλη την ώρα με έστελνε στο γωνιακό μαγαζί για το ένα και το άλλο. Στο τελευταίο θέλημα έσκυψε μπροστά για να βγάλει χρήματα από το πορτοφόλι της. Από καθαρό λάθος έτυχε να ρίξω μια ματιά στη μπροστινή μεριά του φορέματός της. Εκεί, στο στήθος της, υπήρχαν όλες αυτές οι τρίχες. Συνειδητοποιώντας ότι αυτή ήταν αυτός κόντεψα να πέσω ξερός. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα. Ίσως όλα αυτά που η μαμά έλεγε για τον μπαμπά ήταν αλήθεια!

Τότε, περίπου μια βδομάδα μετά, είχαν καλέσει ένα φίλο τους από τη δουλειά να περάσει από το σπίτι μας και να μου φτιάξει τα μαλλιά. Το όνομά του ήταν Κλοντ. Τον είχα συναντήσει μια φορά πριν και μπρούσα να πω ότι ήταν γκέι. Καθώς μου έκοβε τα μαλλιά, ο κάβαλός του όλη την ώρα έσπρωχνε τον ώμο μου. Σαφώς με άναβε, και εκείνη τη στιγμή κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσα να είμαι οτιδήποτε άλλο παρά γκέι. Κλοντ, όπου κι αν είσαι, σε ευχαριστώ για αυτό το σπρώξιμο όλο σημασία που με βοήθησε να αποφασίσω ποιος ήμουν και είμαι.

Θυμάμαι που συνήθιζα να φοράω τα στενά λευκά τζιν μου και να κατεβαίνω την οδό Πολκ, η οποία ήταν ευρέως γνωστή ως γκέι δρόμος. Περπατούσα όλο το δρόμο και επέστρεφα πίσω ξανά κοιτάζοντας και ελπίζοντας ότι κάποιος θα με πρόσεχε και θα με διάλεγε, αλλά ποτέ δεν στάθηκα τυχερός εκτός από εκείνη τη φορά που ένας άντρας με ρώτησε αν μπορούσε να περπατήσει μαζί μου. Του απάντησα με ένα ευγενικό «όχι» και συνέχισα το δρόμο μου για το σπίτι, αναρωτώμενος αργότερα γιατί και έχοντας μετανιώσει.

Τελικά, οι μέρες που έλειπα από το σχολείο μαζεύτηκαν πολλές και ο μπαμπάς έλαβε ένα σημείωμα που ρωτούσε γιατί είχα χάσει τόσα πολλά μαθήματα. Λοιπόν, ο μπαμπάς προσπάθησε να κάνει μια κουβέντα πατέρα-γιου – πρέπει να του δώσω εύσημα γι’ αυτό. Μόνο που είπε μερικά πράγματα για τα οποία δεν με ένοιαζε καθόλου. Είπε ότι δεν επρόκειτο να μπω ανάμεσα σε εκείνον και τη Τζέρι (πράγμα που δεν προσπαθούσα να κάνω έτσι κι αλλιώς), κι ότι η φυγή μακριά δεν επρόκειτο να λύσει οτιδήποτε.

Ποτέ δεν θα είχα σκεφτεί να φύγω, αλλά αυτός είχε πάει κι είχε φυτέψει την ιδέα στο μυαλό μου. Εκείνη ήταν η νύχτα που αποφάσισα να το σκάσω… μια απόφαση που δεν ήταν τόσο έξυπνη, αλλά για την οποία ποτέ δεν θα μετανιώσω, όχι, ποτέ. Την επόμενη βραδιά συνέχεια λογομαχούσα με τον εαυτό μου αν θα έπρεπε να το κάνω ή όχι. Τελικά, πήρα τριάντα έξι δολάρια από το κομοδίνο, κρέμασα τα κλειδιά μου στην πόρτα και, τότε, μόνο με τα ρούχα στην πλάτη μου και μια τσάντα με τις ζωγραφιές μου, βγήκα απ’ την πόρτα, η οποία κλείδωσε πίσω μου. Για μένα δεν υπήρχε επιστροφή.

Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν έξω το βράδυ, εκτός από τη βραδιά που είχα πάει στην εκκλησία του αιδεσιμότατου Μουν και είχα δειπνήσει εκεί. Περπάτησα μέχρι το σταθμό λεωφορείων Γκρέιχαουντ και αγόρασα ένα εισιτήριο για Λος Άντζελες. Διάλεξα το Λος Άντζελες εντελώς κατά τύχη και επειδή ήταν το μόνο μέρος που μπορούσα να πάω με τα χρήματα που είχα.

Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο στις δέκα και μισή μιας κυριακάτικης βραδιάς και αναχώρησα στις έντεκα. Εκείνη την ώρα, πάνω κάτω, ο μπαμπάς και η Τζέρι θα είχαν καταλάβει ότι είχα φύγει. Από όσο θυμάμαι, στη δεύτερη στάση αφότου είχαμε αφήσει το Σαν Φρανσίσκο, ένα γέρος ανέβηκε και έκατσε δίπλα μου. Εγώ άκουγα με προσοχή τους δύο τύπους που κάθονταν πίσω μου όταν μου έπιασε τη συζήτηση. Με ρώτησε πού πήγαινα και εγώ του απάντησα. Τότε με ρώτησε πόσο χρονών ήμουν και εγώ είπα ψέματα ότι ήμουν δεκαοχτώ. Μετά μιλήσαμε απλά για τη ζωή… το δικό του τέλος και τη δική μου αρχή. Περίπου μια ώρα πριν φτάσουμε στο L.A., κατέβηκε από το λεωφορείο. Θυμάμαι που του είπα ότι δεν γνώριζα τι θα μου συνέβαινε και μου απάντησε με μια φωνή που τα ήξερε όλα, «Θα τα πας φίνα. Θα περάσεις τρομερές δυσκολίες, αλλά θα τα καταφέρεις… απλά βασίσου στην τύχη.» Τον παρακολούθησα να αποβιβάζεται και να εξαφανίζεται μέσα σε ένα πλήθος από πρόσωπα. Είχα ένα συναίσθημα σαν να είχα μιλήσει με τον φύλακα άγγελό μου.

Φτάσαμε στο Λος Άντζελες στις έξι το πρωί και πήγα στο καφέ του σταθμού και ήπια κάμποσο καφέ ενώ κάπνιζα μερικά τσιγάρα. Δεν είχα καμία βιασύνη. Στο κάτω κάτω, δεν είχα πού να πάω. Τελικά σηκώθηκα και έφυγα. Τριγύρισα στο κεντρικό L.A. για κάμποσες ώρες. Τελικά, αποφάσισα να πάω στο Χόλιγουντ. Πήρα το λεωφορείο της γραμμής 45 και ταξίδεψα από το ένα τέρμα μέχρι το άλλο. Σε εκείνη τη φάση ήμουν κάτι παραπάνω από λίγο καταθλιμμένος και αποφάσισα να θέσω τέλος σε όλα, νοικιάζοντας ένα φτηνό δωμάτιο σε ένα μοτέλ και κόβοντας τις φλέβες μου. Αλλά τότε, πριν κατέβω από το λεωφορείο, αποφάσισα να καλέσω τον πατέρα μου και του πω να στείλει να με πάρουν. Πήρα ένα λεωφορείο για πίσω στο L.A. και πήγα στο μοτέλ Μποναβεντούρε. Μου έδωσαν πέντε δολάρια ρέστα και προσπάθησα να του τηλεφωνήσω αλλά κανείς δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Ξαναβγήκα έξω και περιπλανήθηκα για λίγο μέχρι που έφτασα σε μια εκκλησία. Μπήκα μέσα. Ήταν η πιο όμορφη εκκλησία που είχα δει ποτέ. Περπάτησα μέχρι το βωμό και γονάτισα, προσευχόμενος στο Θεό να με βοηθήσει.

Όταν εγκατέλειψα την εκκλησία, επέστρεψα στο μοτέλ. Με όλα αυτά, η ώρα είχε πάει περίπου οκτώ και πεινούσα και διψούσα αρκετά, κι έτσι πήγα στο υπόγειο εμπορικό κέντρο απέναντι και παρήγγειλα μια κόκα κι ένα χάμπουργκερ σε ένα μικρό μαγαζί με σνακς. Κάθισα και έφαγα. Ένα όμορφο αγόρι εμφανίστηκε και άρχισε να καθαρίζει. Όταν τελείωσε, ήρθε προς το μέρος μου και έκατσε δίπλα μου. Ρώτησε το όνομά μου και για λίγο του έδειξα τις ζωγραφιές μου. Του άρεσε πολύ μία από αυτές και είπα ότι θα μπορούσε να την πάρει αν με άφηνε να κοιμηθώ στον καναπέ του. Συμφώνησε και πήγε να κλείσει ταμείο, παίρνοντας τη ζωγραφιά μαζί του. Πέρασε από δύο πόρτες και δεν τον ξαναείδα ποτέ.

Ήταν δέκα η ώρα όταν επέστρεψα στο μοτέλ. Είχα αποφασίσει να κοιμηθώ στην υποδοχή. Άραξα σε έναν από τους στρογγυλούς καναπέδες, αλλά κάθε φορά που με έπιανε ο ύπνος, κάποιος φύλακας θα με ξυπνούσε και θα έλεγε, «Μπορείτε να παραμείνετε εδώ όσο θέλετε, αλλά δεν μπορείτε να κοιμηθείτε.» Είχε φτάσει η ώρα που ένοιωθα κάτι παραπάνω από απογοητευμένος, κι έτσι σηκώθηκα κι έφυγα. Θα πήγαινα αλλού τις δουλειές μου.

Έπιασα τον εαυτό μου να περπατά στις έρημες οδούς του κεντρικού L.A. στις τέσσερις το επόμενο πρωί και αποφάσισα να πάω πίσω στο μοτέλ. Αυτή τη φορά κάθισα δίπλα στην πισίνα. Περίπου κατά τις έξι μπήκα ξανά μέσα ψάχνοντας για κα’να καφέ που θα μπορούσε να είναι ανοιχτό.

Καθώς περπατούσα στο διάδρομο ένας υπέροχος μαύρος φύλακας ασφαλείας με πλησίασε. Είπα στον εαυτό μου, «Ντέιβιντ, τώρα βρήκες το μπελά σου», αλλά προς έκπληξή μου, με ρώτησε αν μπορούσε να με βοηθήσει. Καταλήξαμε σε μια βαθιά συζήτηση. Στο τέλος, με ρώτησε αν ήμουν γκέι και είπα ναι. Φαίνεται ότι ήταν κι αυτός.

Το όνομά του ήταν Τζέιντ και μου είπε ότι έμενε με τον εραστή του, Φρεντ, κι ότι είχαν ένα διαμέρισμα. Είπε ότι αν χρειαζόμουν ένα μέρος να μείνω, μπορούσα να μείνω μαζί τους, κι εγώ δέχτηκα.

Φτάσαμε στο διαμέρισμά του στις εννιά το πρωί μιας Τρίτης στις αρχές του Μάρτη. Από όσο θυμάμαι, ο Φρεντ κοιμόταν στον καναπέ. Ο Τζέιντ με ρώτησε να ήθελα να δω κάποια από τα ελεύθερα δωμάτια. Εγώ, όντας αφελής, δέχτηκα.

Με οδήγησε στο πρώτο, το οποίο δεν είχε καθόλου έπιπλα, και δεν νομίζω ότι άξιζε να το κοιτάξει κανείς. Το δεύτερο είχε έναν καναπέ, αλλά δεν είχε ακόμα καθαριστεί. Τότε με οδήγησε στην εντοιχιζόμενη ντουλάπα και άρχισε να με φιλά. Ο φυσικός μου πόθος για σεξ αναλάμβανε φυσικά τον έλεγχό μου, αλλά εξαιτίας της ανατροφής μου, ένιωσα ότι δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος και χρόνος. Έτσι βρήκα τη μιλιά μου και κατάφερα να ξεφύγω από μια δύσκολη θέση. Τότε πήγαμε πίσω στο διαμέρισμά τους κι εγώ πήγα στην κρεβατοκάμαρά τους και κοιμήθηκα πάρα πολύ βαριά.

Όταν τελικά είπα στον Τζέιντ την πραγματική μου ηλικία, με πήγε στο Κέντρο της Γκέι Κοινότητας στο Χόλιγουντ. Μιλήσαμε με έναν δικηγόρο για να δούμε τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να διασφαλίσουμε πως κανένας δεν θα προσπαθούσε να με βάλει κάπου όπου δεν θα ήθελα να πάω.

Ανακαλύψαμε ότι εφόσον δεν παρέβαινα κάποιον νόμο δεν μπορούσαν να με αγγίξουν. Μετά μου είπαν για μια σύναξη νέων κάθε Παρασκευή βράδυ στις οχτώ, όπου θα μπορούσα να συναντήσω άτομα στην ηλικία μου. Δεν ενθουσιάστηκα και τόσο πολύ μ’ αυτό, γιατί τα παιδιά πάντα με κορόιδευαν για τον τρόπο που μιλούσα.

Καθώς περιμέναμε να πάρουμε το λεωφορείο, ο Τζέιντ μου είπε ότι θα έπρεπε να προσέχω κάθε φορά που θα ερχόμουν στο Χόλιγουντ, γιατί υπήρχαν σωματέμποροι που μπορούσαν να σε αρπάξουν από το δρόμο, να σε πάνε σπίτι τους και να σε βιάσουν, και μετά να σε βάλουν να δουλεύεις στο δρόμο για λογαριασμό τους χωρίς να έχεις ελπίδα ότι θα ξεφύγεις. Σχηματίστηκε μια πολύ άσχημη εικόνα στο μυαλό μου και υποσχέθηκα ότι θα ήμουν πάντα πολύ προσεκτικός. Μετά πρόσθεσα χαρούμενα, «Στο κάτω κάτω, αν επρόκειτο να δουλέψω στους δρόμους, θα ήθελα σίγουρα το δικό μου αφεντικό – εμένα!»

Την πρώτη Παρασκευή μετά από αυτά δεν πήγα, αλλά όλη την επόμενη εβδομάδα, ο Τζέιντ και ο Φρεντ συνέχιζαν να λένε ότι θα έπρεπε, κι έτσι πήγα. Είχα αγοράσει ένα ζευγάρι στενά μπλε τζιν παντελόνια και ένα καινούριο πουκάμισο την προηγούμενη, κι έτσι τα φόρεσα, κι ο Τζέιντ μου έδωσε πέντε δολάρια και μου είπε να πάρω κάτι να φάω, και άμα ήταν πολύ αργά να πάρω ταξί για να επιστρέψω. Μου είπε ότι αν έπαιρνα το λεωφορείο της επιστροφής μετά τις έντεκα μπορεί να με μάζευαν για πορνεία. Καθώς έβγαινα από την πόρτα, είπα με άνεση ότι θα έφερνα πίσω έναν άντρα για πάρτη μου.

Ανέβηκα στο λεωφορείο και έφτασα εκεί γύρω στις επτά. Υπήρχε ένα καφέ στην ακριβώς διπλανή πόρτα, κι έτσι μπήκα μέσα και πήρα κάτι να φάω. Πήρα το δίσκο μου και κάθισα δίπλα σε ένα παράθυρο έτσι ώστε να παίρνω μάτι τους τύπους καθώς περπατούσαν. Ένιωθα υπέροχα. Ήμουν μόνος μου, ή έτσι πίστευα…

Καθόμουν εκεί σιωπηλός πίνωντας αργά την κόκα μου και καπνίζοντας ένα τσιγάρο όταν δύο όμορφοι τύποι μπήκαν μέσα. Ο ένας ήταν κοντός με ξανθωπά, μακριά μαλλιά. Ο άλλος ήταν ψηλός, ξανθός και μαυρισμένος. Φορούσε ένα φοβερά στενό μπλε τζιν, ένα στενό μεταξωτό πουκάμισο, ένα δερμάτινο γιλέκο, μια διάστικτη ζώνη και είχε ένα δερμάτινο λουρί για τα κλειδιά περασμένο στη ζώνη του. Ερωτεύτηκα. Αργότερα ευχόμουν να ήταν σεξουαλικός πόθος.

Αμέσως παράτησα το δίσκο μου και βγήκα έξω. Ακολούθησα το ζευγάρι στο Κέντρο. Με το που μπήκα μέσα, τους είδα να μιλάνε σε ένα κορίτσι. Τους πλησίασα και ρώτησα αν αυτό ήταν το σωστό μέρος για τη συγκέντρωση των νέων. Αυτή είπε ναι και μου συστήθηκε, και μετά με σύστησε στον κοντό τύπο, που το όνομά του ήταν Μπόμπι, και μετά στον Ρέι, που άπλωσε το χέρι του για χειραψία. Ένιωσα ηλεκτρισμό να διαπερνά όλο μου το κορμί, και μετά αυτός και ο Μπόμπι έκαναν το γύρο και άρχισαν να μιλάνε με κάποιον άλλο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήθελα κάποιον τόσο πολύ ώστε αποφάσισα να πάω και να τον αρπάξω όσο ακόμα είχα την ευκαιρία.

Όταν ήταν να αρχίσει η συγκέντρωση νέων, μπήκαμε όλοι σε ένα δωμάτιο που είχε τριγύρω καναπέδες. Ο Μπόμπι και ο Ρέι κάθισαν, κι εγώ έκατσα στην άκρη του διπλανού καναπέ, με μόνο τα μπράτσα από τους δύο καναπέδες να μας χωρίζουν. Η συγκέντρωση άρχισε και το ίδιο έκανα κι εγώ – στο υπέροχα σατανικό μου σχέδιο του πώς να αποκτήσω αυτόν τον παίδαρο για τους δικούς μου σκοπούς. Απλά δεν γνώριζα τι με είχε πιάσει. Φαντάζομαι ότι ήταν έρωτας…

Έβγαλα ένα τσιγάρο και, πριν πιάσω τα σπίρτα μου, ο Ρέι το είχε ανάψει, και μετά άναψε ένα δικό του. Ο Μπόμπι απλά χαμογέλασε και τα μάτια του μου είπαν τι σκεφτόταν: «Μικρέ, δεν έχεις ελπίδα.»

Άρχισα να καπνίζω το ένα τσιγάρο αμέσως μετά το άλλο, κι ο Ρέι μου τα άναβε το ίδιο γρήγορα. Στο τέλος, του τελειώσανε, και τον άφησα να καπνίσει από τα δικά μου. Όταν σταματήσαμε για διάλειμμα, και οι δυο μας είχαμε ξεμείνει από τσιγάρα. Πετάχτηκε έξω και έφερε δύο πακέτα. Μου έδωσε το ένα και πήγα να του δώσω χρήματα, αλλά αρνήθηκε. Ξανά, κοίταξα τα μάτια του Μπόμπι και διάβασα τις σκέψεις του: «Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να έχεις ελπίδες, μικρέ.»

Επί άλλη μια ώρα, ο Ρέι άναβε τα τσιγάρα μου, μέχρι που η συνάντηση έληξε. Ο Μπόμπι κι αυτός ετοιμάζονταν να φύγουν όταν ρώτησα τον Ρέι αν είχε αυτοκίνητο. Μου είπε ναι, κι εγώ είπα ότι χρειαζόμουν κάποιον να με πάει σπίτι κι ότι μπορούσα να του δώσω κα’να δυο δολάρια για τις βενζίνες. Είπε εντάξει και μπήκαμε μέσα σε ένα Βέγκα του ’72.

Ο Μπόμπι κι εγώ μιλούσαμε για τραβεστί, μέχρι που η συζήτηση ξαφνικά έπαψε καθώς σταματήσαμε σε ένα βενζινάδικο. Τότε, όταν βάλαμε ξανά μπρος, ο Ρέι άρχισε να λέει στον Μπόμπι ότι θα άφηνε τα Τζομπ Κόρπς και θα μετακόμιζε στο σπίτι του Μπόμπι. Στον Μπόμπι δεν άρεσε καθόλου η ιδέα αυτή, γιατί, όπως το έθεσε, δεν ήθελε να είναι δεσμευμένος με κανέναν.

Πήγαμε στο σπίτι μου και μπήκαμε μέσα, κι αυτή τη φορά ο Φρεντ ήταν σπίτι. Τον ρώτησα αν ο Ρέι μπορούσε να μείνει για το βράδυ – είπε ναι και μετά πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Επέστρεψε με σεντόνια και ένα μικρό σωληνάριο ΚΥ χωμένο σε μια πετσέτα. Επίσης μου έδωσε τα κλειδιά από ένα άδειο διαμέρισμα.

Πήρα τον Ρέι στο δωμάτιο και μιλούσαμε για κα’να δυο ώρες, ώρες που μου φάνηκαν αιώνες, καθώς αισθανόμουν όπως η νύφη στη γαμήλια βραδιά που περιμένει το νέο της σύζυγο να βγει από την τουαλέτα και να πέσει στο κρεβάτι. Καθώς μιλούσαμε, άρχισα να ερεθίζομαι σεξουαλικά. Ο Ρέι γλίστρησε το χέρι του στη μέση μου, και μετά μου έριξε ένα βλέμμα γνήσιας έκπληξης. Μετά απολογήθηκε που δεν είχε «μεγάλα προσόντα». Θεέ μου, όταν τελικά έβγαλε τα ρούχα του, ανακάλυψα ότι είχα προσόντα σαν έλληνας θεός, και έμοιαζε με έναν από αυτούς κι από κάθε άλλη άποψη επίσης. Δεν χρειάζεται να πω ότι η υπόλοιπη βραδιά πέρασε χωρίς κανέναν από τους δυο μας να κοιμηθεί. Ήμουν ερωτευμένος…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *